- τοροῦ
- τορέωboreaor imperat mid 2nd sg (attic)τορέωborepres imperat mp 2nd sg (attic)τορέωboreimperf ind mp 2nd sg (attic)τορόςpiercingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μίλνορ, Τζον Γουίλαρντ — (John Willard Milnor, Νιού Τζέρσεϊ 1931 –). Αμερικανός μαθηματικός. Έλαβε πτυχίο μαθηματικών και διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και το 1953 προσελήφθη στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου. Το 1960 προήχθη στον βαθμό του… … Dictionary of Greek